-
1 особый
-
2 особый
особ||ыйприл1. ἰδιαίτερος, ἀσυνήθης / ἰδιόμορφος (своеобразный)·2. (отдельный) ἰδιαίτερος, εἰδικός, ξεχωριστός:оставаться при \особыйом мнении διατηρώ τήν ἄποψή μου, ἐπιμένω στήν ἄποψή μου· \особыйая цель ὁ εἰδικός σκοπός. -
3 особый
επ.1. ιδιαίτερος, ίδιος ασυνήθης, -θιστός.2. μεγάλος, σημαντικός.3. ξεχωριστός, ξέχωρος•это имеет -ое значение αυτό έχει ιδιαίτερη σημασία.
|| ειδικός, για ορισμένη χρήση προοριζόμενος. -
4 специальный
-
5 счёт
1. (подсчёт) о λογαριασμός, ο υπολογισμός 2. (квитанция) о λογαριασμός, (чек) η απόδειξη 3. (в банке) о λογαρια-σμ/όςзакрытый - προθεσμιακός -, κλειστός -контокорент-ный - см. текущий -личный - ατομικός -, ιδιωτικός -отдельный - см. особый -4. (накладная) το τιμολόγι/ο 5. (груза) мор. η καταμέτρηση των εμπορευμάτων 6. (результат подсчетов, вычислений) ο υπολογισμός 7. -а (бухг.) (финансовые операции, документы) οι λογαριασμοί 8. муз. о χρόνος 9. (в спорте) το αποτέλεσματο σκορ (ξεν.)Русско-греческий словарь научных и технических терминов > счёт
-
6 частный
ча́стн||ый1. прил ἰδιωτικός, προσωπικός, ἀτομικός:\частныйая жизнь ἡ ἰδιωτική ζωή, ὁ ἰδιωτικός βίος· \частныйое лицо́ ὁ ἰδιώτης· \частныйая переписка ἡ προσωπική ἀλλη-λογραφία· \частныйое дело ἡ ἰδιωτική (или ἀτομική) ὑπόθεση· \частныйые уроки τά ἰδιαίτερα μαθήματα· \частный капитал τό ἰδιωτικό κεφάλαιο· \частныйая собственность ἡ ἀτομική ἰδιοχτησία· \частныйая торговля τό ἰδιωτικό ἐμπόριο·2. прил (отдельный, особый) ἰδιαίτερος, είδικός, μερικός:\частный слу́чай ἡ μεμονωμένη περίπτωσή3. \частныйое с τό με-ρικό[ν]:переход от \частныйого к общему ἡ ἐπαγωγή ἀπό τό μερικό εἰς τό γενικό.